- ζυθοπότης
- ο , ζυθοπότις (-ιδος) η любитель, -ница пива
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζυθοπότης — ο, θηλ. ζυθοπότις, ιδος 1. αυτός που πίνει ζύθο 2. αυτός που πίνει πολύ ζύθο, αυτός που τού αρέσει να πίνει μπίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύθος + πότης (< πίνω), πρβλ. οινο πότης, χασισο πότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλέξ. Σούτσο] … Dictionary of Greek
ζυθοπότης — ο 1. αυτός που πίνει ζύθο. 2. αυτός που πίνει πολύ ζύθο, που του αρέσει να πίνει μπίρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζυθοποσία — η η πόση ζύθου, το να πίνει κάποιος μπίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυθοπότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγελου Βλάχου] … Dictionary of Greek
ζυθοποτώ — έω 1. πίνω ζύθο 2. συνηθίζω, μού αρέσει να πίνω ζύθο, πίνω πολύ ζύθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυθοπότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Άγγελο Βλάχο] … Dictionary of Greek
ζύθος — ο (Α ζύθος, ὁ και ζῡθος και ζῡτος, ους, τὸ) οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται με ζύμωση ειδικά παρασκευασμένου κριθαριού τής βύνης, μπίρα αρχ. είδος αιγυπτιακού ποτού που παρασκευαζόταν από κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Λόγω τής σημασίας της (είδος… … Dictionary of Greek